ὑποστίλβω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A shine a little, glisten, Dsc.5.85, Philostr.VA3.11, Charito 1.4; shine under, of eyes, Opp.C.1.421.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστίλβω: στίλβω, λάμπω ὀλίγον, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 421.
Greek Monolingual
Α
λάμπω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στίλβω «γυαλίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποστίλβω: отсвечивать (πρὸς τὸν ἥλιον Luc. - v. l. к ἀποστίλβω).