ὑφάντης

Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A weaver, Pl.Phd.87b, R. 369d, Arist.Pol.1291a13, LXX Ex.26.1, PCair.Zen.80.10 (iii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάντης: -ου, ὁ, ὁ ὑφαίνων, Πλάτ. Φαίδρ. 87Β, Πολ. 369D, κ. ἀλλ.· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ τῆς ἀράχνης, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. υφάντρια και υφάντρα, ΜΑ
βλ. υφαντής.
ο, θηλ. ὑφάντρια και υφάντρα / ὑφάντης, θηλ. ὑφάντρια και ὑφάντρα, ΝΜΑ, και τ. θηλ. φάντρα Ν υφαίνω
τεχνίτης ειδικός στην υφαντική
νεοελλ.
(το αρσ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών της Αφρικής
μσν.
(στο Βυζάντιο) μτφ. η αράχνη.

Greek Monotonic

ὑφάντης: -ου, ὁ (ὑφαίνω), υφαντής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφάντης: ου ὁ ὑφαίνω ткач Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

ὑφάντης, ου, ὁ, ὑφαίνω
a weaver, Plat.