Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Full diacritics: ὠκῠμολος | Medium diacritics: ὠκύμολος | Low diacritics: ωκύμολος | Capitals: ΩΚΥΜΟΛΟΣ |
Transliteration A: ōkýmolos | Transliteration B: ōkymolos | Transliteration C: okymolos | Beta Code: w)ku/molos |
ον, A quick-going, Suid.
ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό-μολος].