ὡραϊσμός
From LSJ
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
English (LSJ)
ὁ, A adornment, τοῦ σώματος, Plu.Agis 4; refinement, Id.2.972d; with notion of effeminacy and affectation, LXXJe.4.30: metaph. of style, elegance, D.H.Comp.1, Plu.Fab.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρᾱϊσμός: ὁ, καλλωπισμός, κομψότης, Πλουτ. Ἆγις 4., 2. 972D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας ἐκθηλύνσεως καὶ προσποιήσεως, Ἑβδ. (Ἱερ. Δ΄, 30)· μεταφορ. ἐπὶ ὕφους, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1, Πλουτ. Φάβ. 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
beauté, grâce.
Étymologie: ὡραῖος.
Russian (Dvoretsky)
ὡρᾱϊσμός: ὁ украшение, прикраса Plat.