ὠκιμοειδής
English (LSJ)
ές, A like ὤκιμον, neut. as Adv., ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280. II ὠκιμοειδές, τό, catchfly, Silene gallica, Dsc.4.28, Gal.12.158. 2 = χαμαιλέων μέλας, Dsc.3.9. 3 = κλινοπόδιον, ib.95. 4 = ἔρινος, Campanula Erinos, small rampion, Ps.-Dsc.4.141.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκιμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὤκιμον, ὠκ. ὄδωδε Νικ. Ἀλεξιφ. 280. ΙΙ. ὠκιμοειδές, τό, φυτόν τι, Saponaria ocimoides ἢ Silene Gallica, Διοσκ. 4.28.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. όμοιος με το φυτό ώκιμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές
α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία
β) είδος του φυτού χαμαιλέων
γ) το φυτό κλινοπόδιο
δ) το φυτό έρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὤκιμον «βασιλικός» + -ειδής].