σαπωναρία
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες της τάξης καρυοφυλλώδη, με 30 περίπου είδη, που είναι ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας, αλλά έχουν ως κέντρο κατανομής τους την περιοχή της Μεσογείου, και τών οποίων δύο, τα Saponaria officinalis και Saponaria calabrica, κοινώς γνωστά ως σαπουνόχορτα ή σαπουνόρριζες, έχουν φύλλα και ρίζες που περιέχουν σαπωνίνες, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν αφρό στο νερό και να ασκούν απορρυπαντική δράση, γι' αυτό και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πλύση μεταξωτών και μάλλινων υφασμάτων χωρίς να αλλοιώνουν τα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saponaria < νεολατ. saponaria < λατ. sapo, -ōnis «σαπούνι» + λατ. κατάλ. -arius. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].