κατατρυφάω

From LSJ
Revision as of 15:09, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρῠφάω Medium diacritics: κατατρυφάω Low diacritics: κατατρυφάω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΥΦΑΩ
Transliteration A: katatrypháō Transliteration B: katatryphaō Transliteration C: katatryfao Beta Code: katatrufa/w

English (LSJ)

   A make merry, be insolent, Luc.JTr.53; = κατασπαταλάω, Hsch.    II c. gen., delight in, τοῦ Κυρίου LXX Ps.36(37).4; ἐπὶ πλήθει εἰρήνης ib.ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρῠφάω: ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς διάγω, Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, ἡδέως διατρίβω ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, πρός τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être arrogant.
Étymologie: κατά, τρυφάω.

Russian (Dvoretsky)

κατατρυφάω: издеваться, глумиться Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρυφάω brutaal zijn, spotten.