πάχης

From LSJ
Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάχης Medium diacritics: πάχης Low diacritics: πάχης Capitals: ΠΑΧΗΣ
Transliteration A: páchēs Transliteration B: pachēs Transliteration C: pachis Beta Code: pa/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ, ἡ,,    A fleshy, stout, Tz.H.9.305.    II πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς, Hsch. ; cf. παχύς ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

πάχης: -ητος, ὁ, ἡ, παχύς, πολύσαρκος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 7, 17, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 304. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς».

Greek Monolingual

-ητος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. παχύς, παχύσαρκος
2. στον πληθ. πάχητες
παχείς, πλούσιοι, εύποροι (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ης, -ητος κατά το πένης, -ητος].