σελαγίζω
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
A = σελαγέω ΙΙ, Hymn.in PRoss.-Georg.11.17 (iii A.D.), Nonn.D.7.195, al.
Greek (Liddell-Scott)
σελᾰγίζω: τῷ προηγ. ΙΙ., Νόνν. Δ. 7. 195, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελαγίζει· αἴθεται, φλέγεται. ἀπὸ τοῦ σέλας».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σελαΐζω Μ
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σελαγίζει
αἴθεται, φλέγεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σέλας.