παρερπύζω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
= sq. 1, A παρερπύζων Διονύσῳ Nonn.D.9.110.
German (Pape)
[Seite 518] (ἑρπύζω), von der Seite herankriechen oder-schleichen, παρείρπυσεν Ar. Eccl. 398, εἴσω 510, u. in später Prosa.
Russian (Dvoretsky)
παρερπύζω: (aor. παρείρπυσα) приползать, прокрадываться (εἴσω Arph.).