σμῆμα

From LSJ
Revision as of 15:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῆμα Medium diacritics: σμῆμα Low diacritics: σμήμα Capitals: ΣΜΗΜΑ
Transliteration A: smē̂ma Transliteration B: smēma Transliteration C: smima Beta Code: smh=ma

English (LSJ)

Dor. σμᾶμα Theoc.15.30, ατος, τό, (σμάω)    A soap, unguent, Antiph.136, Philox.2.40, Theoc. l.c., Aristid.Or.49(25).36; written ζμῆμα PRyl.230.8 (i A.D.), PLond.2.243.23 (iv A.D.); cf. σμάω 1 fin.

German (Pape)

[Seite 910] τό, = σμῆγμα, Philoxen. coen. bei Ath. IX, 409 f; nach Phryn. die attische Form, Lob. p. 253.

Greek (Liddell-Scott)

σμῆμα: τό, (σμάω) κυρίως πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καθαρισμόν, σάπων, ἀλοιφὴ καθαρτική, «πηλός», Ἀντιφάν. ἐν «Κωρυκ.» 1, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 409Ε· σμῆγμα λέγεται ἧττον Ἀττικόν, ἴδε σμάω ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σμᾱμα, -ήματος, τὸ, Α
καθετί που χρησιμεύει για καθαρισμό, σαπούνι, απορρυπαντική αλοιφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη- του σμῶ + κατάλ. -μα. Ο τ. σμᾶμα της Αλεξανδρινής είναι σχηματισμένος κατά τους δωρ. τ.].