Διοσημία
English (LSJ)
ἡ, A a sign from Zeus, an omen from the sky, esp. of thunder, lightning, rain, διοσημία 'στί Ar.Ach. 171: pl., Stoic.2.203, D.S.2.19, Plu.2.419e, Philostr.VA2.33, Jul. Or.7.212b. (Freq. written -εία in codd.)
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, dasselbe, Ar. Ach. 171.
Greek (Liddell-Scott)
Διοσημία: ἡ, σημεῖον ἐκ τοῦ Διός, οἰωνὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Λατ. ostentum, ἰδίως ἐπὶ βροντῆς, ἀστραπῆς, κεραυνοῦ, βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171 (ἔνθα ὁ Elmsl. διώρθωσε, διοσημία ᾿στὶ ἀντὶ διοσήμι᾿ ἐστί), Διόδ. 2. 19, Πλούτ. 2. 419Ε. Πρβλ. εὐσημία. ‒ Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405 κἑξ.
Greek Monotonic
Διοσημία: ἡ (σῆμα), σημάδι από τον Δία, οιωνός από τον ουρανό, λέγεται για ξαφνική, αιφνίδια καταιγίδα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Διο-σημία, ἡ, n σῆμα
a sign from Zeus, an omen from the sky, of a sudden storm, Ar.