αἰθεροειδής
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ές, A = αἰθερώδης, Plu.2.430e.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθεροειδής: -ές, = αἰθερώδης, Πλούτ. 2. 430Ε
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à l’air, éthéré.
Étymologie: αἰθήρ, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
semejante al éter Plu.2.430d, ἔστιν ὁ ἥλιος πίλημα αἰθεροειδὲς τῇ οὐσίᾳ Iust.Phil.Qu.Chr.M.6.1421D, cf. Gr.Nyss.Hex.52.11.
Russian (Dvoretsky)
αἰθεροειδής: имеющий вид эфира, эфирный, воздушный (σώματα Plut.).