αὐτογενέτωρ
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τορος, = foreg. 2, PMag.Par.2.1561, A PMag.Leid. W.7.6.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que se produce o engendra por sí mismo μέγας θεός PMag.4.1561, κρύψον με προστάγματι τοῦ ὄντος ἐν οὐρανῷ αὐτογενέτορος PMag.13.269, en el culto crist. παντοκράτωρ πρωτογενέτωρ αὐ. Dioscorus en PMasp.188.1.