τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Full diacritics: βᾰρυολκός | Medium diacritics: βαρυολκός | Low diacritics: βαρυολκός | Capitals: ΒΑΡΥΟΛΚΟΣ |
Transliteration A: baryolkós | Transliteration B: baryolkos | Transliteration C: varyolkos | Beta Code: baruolko/s |
A = βαρουλκός, ἡ β. Tz.H.2.155.
βᾰρυολκός: -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. βαρουλκός.
v. βαρυουλκόν.