βληχητά
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ῶν, τά, A bleaters, i.e. sheep, Ael.NA2.54; β. τέκνα sheepish lads, Eup.103.
Greek (Liddell-Scott)
βληχητά: -ῶν, τά, τὰ βληχώμενα, δηλ. πρόβατα, Αἰλ. Ζ. Ι. 2. 54· βληχητὰ τέκνα, προβατώδη, μωρά, ἐπὶ τῶν υἱῶν τοῦ Ἱπποκράτους, Εὐπολ. Δημ. 38· οἵτινες καλοῦνται βλιτομάμμαι ὑπὸ Ἀριστοφ. Νεφ. 1001· - ὁ Βασίλ. ἔχει καὶ βληχητικός, ή, όν.