βραχείς
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Full diacritics: βρᾰχείς | Medium diacritics: βραχείς | Low diacritics: βραχείς | Capitals: ΒΡΑΧΕΙΣ |
Transliteration A: bracheís | Transliteration B: bracheis | Transliteration C: vracheis | Beta Code: braxei/s |
εῖσα, έν, A v. βρέχω.
βρᾰχείς: εῖσα, έν, ἴδε ἐν λ. βρέχω.
εῖσα, έν;
ao.2 Pass. de βρέχω.
v. βρέχω.
βρᾰχείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του βρέχω.