βυρσότονος
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
English (LSJ)
ον, A with skin stretched over it, β. κύκλωμα, = τύμπανον, E.Ba.124 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βυρσότονος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἐκτεταμένον ἢ τεντωμένον ἐπάνω του, β. κύκλωμα = τύμπανον Εὐρ. Βάκχ. 124.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): βυρσά- Hsch.
tenso de piel κύκλωμα dicho del timbal E.Ba.124, cf. β.· τύμπανον Hsch.
Greek Monolingual
βυρσότονος, -ον (Α)
1. ο βυρσοτενής
2. φρ. «βυρσότονον κύκλωμα» — το τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τονος < τείνω.
Russian (Dvoretsky)
βυρσότονος: Eur. = βυρσοτενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βυρσότονος -ον zie βυρσοτενής.