δακρύδιον
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
τό, Dim. of δύκρυ, A = σκαμμωνία, Ps.-Dsc.4.170, cf.Alex. Trall.Febr.5.
German (Pape)
[Seite 519] τό, dim. zum vorigen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δακρύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δάκρυ· ― παρὰ μεταγεν. ἰατρ., εἶδος καθαρτικοῦ κόμμεως, ὁ ὀπὸς τῆς σκαμμωνίας, κάθαρσις ἐκ τοῦ δακρυδίου Ἀλέξ. Τραλλ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot.
1 otro n. de la σκαμμωνία escamonea, Convolvulus scammonia L., Ps.Dsc.4.170, Dsc.Lat.1.115, Alex.Trall.1.497.18, 531.19, Gloss.Bot.Gr.310.16.
2 jugo de la escamonea Steph.in Hp.Aph.2.218.1.