δανοτής
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ῆτος, ἡ, perh. A f.l. for δαϊοτῆτος (cf. δηι-), ἁμερίων μόχθων καὶ δανοτῆτος S.Fr.369.
Spanish (DGE)
(δᾱνοτής) -ῆτος, ἡ
sent. dud., quizá destrucción, incendio S.Fr.369, cf. δανέω, δάνος, -ου, ὁ.
Greek Monolingual
δανοτής (-ῆτος), η (Α)
το να είναι κανείς θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη η λ. δανοτής < δανός «ξερός» ενώ κατ' άλλους πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του τ. δαϊοτήτος].