Κόπτης

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ο
στον πληθ. οι Κόπτες
ονομασία που δόθηκε στους μονοφυσίτες χριστιανούς της Αιγύπτου ή της Αιθιοπίας οι οποίοι ανήκουν στην Κοπτική Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αραβ. qubt, εξαραβισμένη παραφθορά του αρχ. ελλ. Αιγύπτιος].