Κόπτης

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

ο
στον πληθ. οι Κόπτες
ονομασία που δόθηκε στους μονοφυσίτες χριστιανούς της Αιγύπτου ή της Αιθιοπίας οι οποίοι ανήκουν στην Κοπτική Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αραβ. qubt, εξαραβισμένη παραφθορά του αρχ. ελλ. Αιγύπτιος].