Κυριακή

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source

Greek Monolingual

η (Μ Κυριακή)
η πρώτη ημέρα της εβδομάδας αφιερωμένη στον Χριστό, στον Κύριο
νεοελλ.
παροιμ. α) «της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας θλίψη» — λέγεται για πράγματα εφήμερης διάρκειας
β) «Κυριακή κοντή γιορτή» — επίκειται η κρίσιμη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυριακή (ενν. ημέρα), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Κυριακός].