Μαίρα

From LSJ
Revision as of 21:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

Μαῑρα, ἡ (Α)
1. ο αστέρας Σείριος
2. προσωνυμία της Εκάβης, που μεταμορφώθηκε σε σκύλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ» χωρίς διπλασιασμό].