Μαίρα
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
Μαῑρα, ἡ (Α)
1. ο αστέρας Σείριος
2. προσωνυμία της Εκάβης, που μεταμορφώθηκε σε σκύλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ» χωρίς διπλασιασμό].