Πίσα
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (Slater)
Πῐςᾱ (-α, -ας, -ᾳ.) a city of Elis on the Alpheos near Olympia, and so
a Olympia. Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις (O. 1.18) Πίσα μὲν Διός (O. 2.3) ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν (O. 3.9) βωμῷ μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (O. 6.5) ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας (O. 13.29) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (O. 14.23) ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν (N. 10.32) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2. 49.
b strictly, the city itself. ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾷ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱός (O. 10.43)
Greek Monolingual
η / Πῑσα, -ης, και Πίση, δωρ. τ. Πίσα, ΝΑ
αρχ.
1. πόλη της Ηλείας, πρωτεύουσα της Πισάτιδος, όπου κατά τους μυθικούς χρόνους βασίλευε ο Οινόμαος και η οποία όφειλε το όνομά της είτε στον ήρωα Πίσο, γιο του Περιήρους και εγγονό του Αιόλου, είτε στη γειτονική της πηγή Πίσα
2. πόλη της Ετρουρίας, στη βόρεια όχθη του ποταμού Άρνου η οποία ιδρύθηκε είτε από Έλληνες Πισάτες, αποίκους από την ομώνυμης πόλη της Πελοποννήσου, είτε από Ετρούσκους, είτε από Λίγυρες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. πῖσος].