Πασικράτεια

From LSJ
Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek (Liddell-Scott)

Πασικράτεια: ἡ, ἡ κυρία πάντων, ὄνομα τῆς Περσεφόνης ἐν Σελινοῦντι, Ἐπιγραφ. παρὰ Hicks 25, 5.

Greek Monolingual

και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α
(για την Περσεφόνη) η βασίλισσα του σύμπαντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -κράτεια (< κρατής < κρατῶ)].