γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο, ΝΑ(στην αρχ. Ελλάδα)1. γιος του Καλλία από τον δήμο του Σφηττού2. γιος του Θυμοχάρους, εγγονός του προηγουμένου3. τίτλος διαλόγου του Πλάτωνος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].