Φαίδρος

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. γιος του Καλλία από τον δήμο του Σφηττού
2. γιος του Θυμοχάρους, εγγονός του προηγουμένου
3. τίτλος διαλόγου του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].