άθρησκος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος
2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θρήσκος.
ΠΑΡ. αθρησκία].