άλμπουμ

Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα. Κατά την αρχαιότητα οι όροι δήλωναν επιφάνεια τοίχων ή πίνακες (με επάλειψη γύψου συνήθως), που χρησιμοποιούνταν για την αναγραφή αγγελιών, ανακοινώσεων και, γενικά, πληροφοριών κοινού ενδιαφέροντος. Στους νεώτερους χρόνους η σημασία των λ. μεταβλήθηκε. Η λ. άλμπουμ δήλωσε αρχικά τα πρόσθετα λευκά φύλλα χαρτιού σε διάφορα θρησκευτικά βιβλία, όπου μερικοί κατέγραφαν τα σημαντικότερα οικογενειακά τους συμβάντα. Κατόπιν η λ. δήλωσε και διάφορες αναμνηστικές συλλογές (αυτογράφων, στίχων κ.λπ.) και, κατ’ επέκταση, η λ. έφθασε να σημαίνει κάθε είδους συλλογή (φωτογραφιών, γραμματοσήμων κ.λπ.) σε σχήμα βιβλίου (βλ. λεύκωμα)].