άγχω

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

ἄγχω (Α)
1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό
2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου
3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω
4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ
5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu-, που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα anĝh-.
ΠΑΡ. αγχόνη
αρχ.
ἀγκτήρ
νεοελλ.
άγχος].