άγχω
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
ἄγχω (Α)
1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό
2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου
3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω
4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ
5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu-, που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα anĝh-.
ΠΑΡ. αγχόνη
αρχ.
ἀγκτήρ
νεοελλ.
άγχος].