άγχος

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

το άγχω
ψυχολογική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο κατέχεται από αγωνία συχνά απροσδιόριστης αιτίας, ή από την εναγώνια προσμονή απροσδόκητου κακού.