άρωμα

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

(I)
το (AM ἄρωμα)
νεοελλ.
η ωραία μυρωδιά, η μοσχοβολιά
αρχ.
1. ευωδιαστό βότανο ή οπώρα
2. τα καλλιεργούμενα μυρωδικά, τα μπαχαρικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας.
ΠΑΡ. αρχ.-νεοελλ. αρωματίζω, αρωματικός, αρωματώδης
αρχ.-νεοελλ. αρωματοπώλης, αρωματοφόρος
μσν.
αρωματοπράτης
νεοελλ.
αρωματοποιός].
(II)
ἄρωμα, το (Α) αρώ
ο αγρός, το χωράφι.