άρπη
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
ἅρπη, η (Α)
1. όνομα πτηνού
2. δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ. sarf «κοφτερός, τραχύς». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως δάνειο ανατολικής προελεύσεως, ενώ είναι δυνατόν να έχει κοινή καταγωγή με την οικογ. του αρπάζω. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη σημασία της ως «δρεπάνι», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. δρέπανον.