έποψ

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος)
το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ονοματοποιία από την κραυγή του πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ-οψ «μελισσοφάγος», δρύ-οψ «δρυοκολάπτης» Αντιστοιχεί στα αρμ. popop, λατ. upupa, λεττ. pupukis, που δηλώνουν επίσης τον τσαλαπετεινό].