άργεμα

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. άργεμο].
(II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.