έχερη

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

και όχερη, η
το μέρος του αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + χέρι (< χέρι-ον, υποκορ. του αρχ. χειρ, χειρός)].