ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
ἔριγμα, τὸ (Α)τρίμμα από κοπανισμένα όσπριαβλ. έρεγμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» — το -ι- του τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως του ει με το ι (ιωτακισμός)].