αγιοκέρι

From LSJ
Revision as of 22:14, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source

Greek Monolingual

το
1. λαμπάδα της εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών
2. το κερί της μέλισσας
3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa της τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + κερί].