αγκαθερός

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια
2. το ουδ. ως ουσ. το αγκαθερό
τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -ερός].