τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
ἀγλαοεργός, -ον (Α)
ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.