αγωνοθέτης

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ο (Α ἀγωνοθέτης)
αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες
αρχ.
1. κριτής του αγώνα, αγωνοδίκης, αγωνάρχης
2. οποιοσδήποτε κριτής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών + θέτης < τίθημι.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσία, ἀγωνοθετῶ].