αγιοσύνη

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

η (AM ἁγιωσύνη)
1. αγιότητα, ιερότητα
2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου».
μσν.
η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅγιος + παραγ. κατάλ. -σύνη].