αδαμαντόδετος

From LSJ
Revision as of 22:26, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδαμαντόδετος, -ον)
νεοελλ.
(για κοσμήματα) ο στολισμένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος
αρχ.
ο στερεά δεμένος, προσαρμοσμένος με σίδερο, σιδερόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδάμας + δέω (= δένω)].