αδελφοκτόνος
Greek Monolingual
και αδερφοκτόνος, -ο (Α ἀδελφοκτόνος, -ον)
ως ουσ. ο φονέας του αδελφού ή της αδελφής του
νεοελλ.
1. ο φονέας αδελφού ή αδελφής ή και ομοεθνούς
2. ο εμφύλιος («αδελφοκτόνος πόλεμος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -κτόνος «φονεὺς» < κτείνω «φονεύω».
ΠΑΡ. αδελφοκτονία
αρχ.
ἀδελφοκτονῶ].