αδελφοκτόνος

Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αδερφοκτόνος, -ο (Α ἀδελφοκτόνος, -ον)
ως ουσ. ο φονέας του αδελφού ή της αδελφής του
νεοελλ.
1. ο φονέας αδελφού ή αδελφής ή και ομοεθνούς
2. ο εμφύλιοςαδελφοκτόνος πόλεμος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -κτόνος «φονεὺς» < κτείνω «φονεύω».
ΠΑΡ. αδελφοκτονία
αρχ.
ἀδελφοκτονῶ].