αδικοπραγώ
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
(Α ἀδικοπραγῶ, -έω)
διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + -πραγία < θ. πέπραγ-, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα.