αεροφοβία

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

η Ιατρ.
παράλογος, υποχονδριακός φόβος απέναντι στα ρεύματα του αέρα ή, γενικά, απέναντι στον ψυχρό αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ aerophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < aero- (< αήρ, -έρος) + -phobia (< -φοβία < φόβος)].