αεροφοβία

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

η Ιατρ.
παράλογος, υποχονδριακός φόβος απέναντι στα ρεύματα του αέρα ή, γενικά, απέναντι στον ψυχρό αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ aerophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < aero- (< αήρ, -έρος) + -phobia (< -φοβία < φόβος)].