αιτιατός

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτιατός, -ή, -όν) αἰτιῶμαι
αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν
το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον
μσν.
υπαίτιος, ένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως ρημ. επίθετο είτε, λόγω της σημασίας του («ο προκύπτων από ορισμένη αιτία»), από τη λ. αἰτία, που φαίνεται πιθανότερο. Σε αντίθεση προς τα () αἰτία και (τὸ) αἴτιον που δηλώνουν «την προκαλούσα αιτία» (causa), το επίθ. αἰτιατός και το Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερό του (τὸ αἰτιατὸν) δηλώνουν το αποτέλεσμα της αιτίας. Έτσι εξηγείται και η ονομασία του σημασιοσυντακτικού όρου αἰτιατική (πτώση) από τους Στωικούς, ως πτώσεως που δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όρου που κακώς αποδόθηκε από τους Λατίνους γραμματικούς ως accusativus (casus) αντί του ορθού effectivusπτώση του αποτελέσματος, όχι της αιτίας, όπως σημαίνει ο όρος accusativus).
ΠΑΡ. αἰτιατικός.