αιτιατός
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτιατός, -ή, -όν) αἰτιῶμαι
αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν
το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον
μσν.
υπαίτιος, ένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως ρημ. επίθετο είτε, λόγω της σημασίας του («ο προκύπτων από ορισμένη αιτία»), από τη λ. αἰτία, που φαίνεται πιθανότερο. Σε αντίθεση προς τα (ἡ) αἰτία και (τὸ) αἴτιον που δηλώνουν «την προκαλούσα αιτία» (causa), το επίθ. αἰτιατός και το Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερό του (τὸ αἰτιατὸν) δηλώνουν το αποτέλεσμα της αιτίας. Έτσι εξηγείται και η ονομασία του σημασιοσυντακτικού όρου αἰτιατική (πτώση) από τους Στωικούς, ως πτώσεως που δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όρου που κακώς αποδόθηκε από τους Λατίνους γραμματικούς ως accusativus (casus) αντί του ορθού effectivus (η πτώση του αποτελέσματος, όχι της αιτίας, όπως σημαίνει ο όρος accusativus).
ΠΑΡ. αἰτιατικός.