ακηδής
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
Greek Monolingual
ἀκηδής, -ές (Α)
1. άταφος
2. αφρόντιστος, παραμελημένος
3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -κηδὴς < κῆδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ].